Επί δεκαετίες η επιστημονική κοινότητα μέσω του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.) έχει καταδείξει την ατμοσφαιρική ρύπανση και την ηχορύπανση ως τις δύο πρώτες περιβαλλοντικές αιτίες ασθενειών και πρόωρων θανάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο συνδυασμός και των δύο δημιουργεί ακόμα πιο καταστροφικό αποτέλεσμα σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Για το θέμα της ρύπανσης του αέρα, οι τεχνολογίες παραγωγής, κίνησης και θέρμανσης έχουν εξελιχθεί για να δημιουργούν σταδιακά λιγότερα προβλήματα, αλλά ακόμα συνεχίζονται συνήθειες για θέρμανση, φαγητό και διασκέδαση που έχουν αξιολογηθεί επανειλημμένως από την επιστημονική κοινότητα επί 30 χρόνια ως επιβλαβείς, όπως το άναμμα ξύλων στα τζάκια, τροχήλατα που ψήνουν προϊόντα, ψησταριές με κάρβουνα και φωτιές σε ύπαιθρο και παραλίες. Όλα αυτά εκπέμπουν επικίνδυνους ρύπους όπως διοξείδιο του άνθρακα, μονοξείδιο του άνθρακα, οξείδια του αζώτου, διοξείδιο του θείου, και αιωρούμενα σωματίδια. Η εισπνοή καπνού προκαλεί άμεσα αναπνευστικά νοσήματα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση μόνο τα αναπνευστικά νοσήματα προκαλούν ετησίως 1 εκατομμύριο θανάτους και 5.4 εκατομμύρια έτη αναπηρίας με το συνολικό κόστος να ξεπερνά τα 380 δισεκατομμύρια ευρώ. Πέρα των αναπνευστικών νοσημάτων δημιουργεί καρκίνο των πνευμόνων, καθώς οι πνεύμονες είναι άμεσα εκτεθειμένοι στις καρκινογόνες ουσίες του καπνού, με τον καρκίνο των πνευμόνων να είναι η συχνότερη αιτία θανάτων από καρκίνο και σε άντρες και σε γυναίκες. Επίσης ο καπνός στενεύει τα τοιχώματα των αγγείων και δυσκολεύει την αιμάτωση των κυττάρων με αποτέλεσμα να είναι η κύρια αιτία πρόκλησης εμφραγμάτων και εγκεφαλικών επεισοδίων ακόμα και γάγγραινας των άκρων.
Οι πολυχρωματικοί υδρογονάνθρακες που εκλύονται από μία εστία καύσης είναι ενώσεις μεταλλαξιογόνες και σε 20 λεπτά ψησίματος παράγονται τόσα καρκινογόνα όσα ο καπνός από 600 τσιγάρα. Η προσωρινή υπερσυγκέντρωση αυτών των ουσιών καθώς και η μεταφορά τους με τον άνεμο σε γειτνιάζουσες περιοχές δημιουργούν άμεσα προβλήματα υγείας κυρίως στο ένα τρίτο του πληθυσμού, όπως άτομα με αναπνευστικά προβλήματα, καρδιοαγγειακές παθήσεις, θυρεοειδή, καρκίνο, χρόνια νοσήματα, ηλικιωμένους, παιδιά, εγκύους, καπνιστές και άτομα με κρίσεις πανικού. Τα σωματίδια που παράγονται από την καύση ξύλου είναι τόσο μικρά ώστε δεν φιλτράρονται από την μύτη ή το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα και καταλήγουν βαθιά στους πνεύμονες προκαλώντας δομικές βλάβες, χημικές αλλαγές, καρκίνους κι αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιακών προσβολών και εγκεφαλικών επεισοδίων. Ο περιβαλλοντικός καπνός κατατάσσεται στην πρώτη κατηγορία καρκινογόνων ουσιών και καθώς κατακάθεται και καλύπτει τους βρόγχους και τις κυψελίδες των πνευμόνων ακόμα και αν δεν επέλθει καρκίνος δημιουργεί χρόνια βρογχίτιδα, εμφύσημα, άσθμα και χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), η οποία σχετίζεται με αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα και είναι από μόνη της η τρίτη συχνότερη αιτία θανάτου και αναπηρίας. Τα τοξικά προϊόντα του καπνού απορροφώνται από τους πνεύμονες και κυκλοφορούν μετά στο αίμα, στο πάγκρεας και στην ουροδόχο κύστη.
Και ενώ από τον υγιή πληθυσμό πιο ευάλωτοι είναι τα παιδιά και οι άνω των 60, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα στο αμερικανικό καρδιολογικό περιοδικό «Journal of the American Heart Association» που ανέλυσαν στοιχεία για περισσότερες από 22.000 γυναίκες μόλις από 44 ετών σε βάθος 20ετίας, βρέθηκε ότι οι δύο κορυφαίοι περιβαλλοντικοί παράγοντες βιολογικού στρες, δηλαδή η ρύπανση του αέρα και η ηχορύπανση αλληλεπιδρούν συνδυαστικά και οι γυναίκες που είχαν εκτεθεί και στα δύο εμφάνισαν ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του σχετικού κινδύνου για την καρδιά τους. Αυτό είναι αναμενόμενο καθώς η εισπνοή καπνού συρρικνώνει και σκληραίνει τα αγγεία και δημιουργεί φλεγμονές και ο θόρυβος μειώνει επίσης την διάμετρο των αγγείων και δημιουργεί ταχυκαρδία με αποτέλεσμα να αυξάνεται αθροιστικά ο κίνδυνος για εμφράγματα και εγκεφαλικά ακόμα και από την δεκαετία των 40 ετών και άνω σε άντρες και γυναίκες.
Η εισπνοή καπνού πέρα από το να διακυβεύει την πιο θεμελιώδη ανάγκη για άνετη αναπνοή και εύρυθμη λειτουργία της καρδιάς, αυξάνει και την ευαλωτότητα σε ιούς, όπως τον κορονοϊό. Οι τοξικοί παράγοντες του καπνού ερεθίζουν τους βλεννογόνους και αλλοιώνουν την τοπική άμυνα του αναπνευστικού επιθηλίου, με αποτέλεσμα την μειωμένη ανοσολογική ικανότητα κάνοντας πιο ευάλωτο τον οργανισμό σε κάθε λοίμωξη. Αυτό που έχει ισχύει για άλλους ιούς, φαίνεται ότι επιβεβαιώνεται ως προς την βαρύτερη πορεία της νόσου και για τον ιό SARS-CoV-2 (Zhang et al. Lancet 2020, Guan et al. NEJM 2020). Μελέτες από την Κίνα και από την Αμερική δείχνουν ότι η έκθεση στα αιωρούμενα μικροσωματίδια, που δημιουργούνται κατά τη ρύπανση της ατμόσφαιρας από καύσεις, κάνουν τους ανθρώπους πιο ευάλωτους στον κορονοϊό, καθώς συσχετίστηκαν οι θάνατοι σε πόλεις με μεγαλύτερη ρύπανση και βρέθηκε ότι κάθε αύξηση ενός μικρογραμμαρίου στα αιωρούμενα μικροσωματίδια συνδέεται με 8% αύξηση στην θνησιμότητα από τον κορονοϊό, καθώς ο ιός προσπερνά την υπολειτουργική άμυνα του επιθηλίου των αεροφόρων οδών όσων εκτίθενται σε καπνό και προσκολλάται στο αναπνευστικό σύστημα με ειδικούς υποδοχείς του ενζύμου της αγγειοτενσίνης (ACE-2). Η γονιδιακή έκφραση του ενζύμου αυτού είναι υπερλειτουργική στους καπνιστές (Cai 2020) και φαίνεται ότι το ένζυμο ACE-2 είναι παράγοντας κινδύνου μεταδοτικότητας σοβαρών ιώσεων. Έχει προκύψει από επιστημονικές μελέτες πως και ο ιός της γρίπης μπορεί να μεταδοθεί με τον καπνό και η εκπνοή σωματιδίων καπνού από άνθρωπο που νοσεί αυξάνει τη μεταδοτικότητα.
Επίσης, όπως δημοσιεύεται σε μία ανάλυση του περιοδικού Lancet (2019) που αναφέρεται στην παγκόσμια υγεία, η ατμοσφαιρική ρύπανση φαίνεται ότι συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά, οδηγώντας μέσα σε ένα έτος σε 500.000 περίπου πρόωρους θανάτους αποδιδόμενους μόνο σε αυτήν την σύνδεση. Η αντοχή στα αντιβιοτικά αυξάνεται με την αύξηση των σωματιδίων PM 2,5 και κάθε 1% αύξηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης συνδέεται με αύξηση της ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά κατά 0,5 έως 1,9% ανάλογα με το παθογόνο. Τα μικροσωματίδια αυτά, που προέρχονται από βιομηχανικές διεργασίες, οδικές μεταφορές και οικιακή καύση άνθρακα και ξύλου, αν δεν υπάρξουν αλλαγές στην ατμοσφαιρική ρύπανση, οι ερευνητές υπολόγισαν ότι μέχρι το 2050 μπορεί η αντοχή στα αντιβιοτικά να αυξηθεί παγκοσμίως κατά 17% και ο ετήσιος αριθμός πρόωρων θανάτων θα αυξηθεί σε περίπου 840.000.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση γίνεται ακόμα πιο επιζήμια σε όσους κάνουν άσκηση σε υπαίθριο χώρο, καθώς η άσκηση αυξάνει έως 3 φορές τον ρυθμό της αναπνοής και της καρδιάς, άρα αν εκτεθούν σε όποια εστία καπνού, προσλαμβάνουν με μεγαλύτερη ταχύτητα τριπλάσιες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα και καρκινογόνων ουσιών. Έτσι αντί να τονώνουν το ανοσοποιητικό τους σύστημα γίνονται χειρότερα. Επίσης, καθώς με υψηλές θερμοκρασίες αυξάνεται ο ρυθμός της καρδιάς, άτομα με θέματα υγείας, καθώς και όσοι έχουν κρίσεις πανικού, που λόγω υπερδιέγερσης του αυτόνομου νευρικού συστήματος έχουν αυξημένες αισθήσεις και βιώνουν πιο έντονα τον καπνό, όπως άλλωστε και τον θόρυβο, προτιμούν ώρες άσκησης αργά το απόγευμα ή το βράδυ, που τότε στατιστικά υπάρχουν περισσότερα φαινόμενα καύσης από τροχήλατα που ψήνουν σε πεζόδρομους, φωτιές ή ψησταριές σε παραλίες ή αυλές καθώς και τζάκια τον χειμώνα. Άρα κινδυνεύει ένα μεγάλο ποσοστό ατόμων με ευαλωτότητα στην υγεία τους που πάνε να ασκηθούν ή να ηρεμήσουν στο φυσικό περιβάλλον.
Ατμοσφαιρική ρύπανση και ψυχική υγεία
Πέρα από την προφανή σύνδεση της ρύπανσης του αέρα με την σωματική υγεία στη λειτουργία των πνευμόνων, των αγγείων της καρδιάς και του εγκεφάλου καθώς και εν γένει του ανοσοποιητικού συστήματος, πιο πρόσφατες έρευνες δείχνουν ακόμα περισσότερα στοιχεία για την άμεση επιρροή τους και στην ψυχική υγεία. Φυσικά η έμμεση επιρροή τους είναι έτσι κι αλλιώς αυταπόδεικτη καθώς όποιος είναι σωματικά άρρωστος είναι και ψυχολογικά στρεσαρισμένος.
Το περιβαλλοντικό stress είναι αντικειμενικό και δεν είναι θέμα ερμηνειών, όπως συμβαίνει σε συναισθηματικές πιέσεις από γεγονότα και διαπροσωπικές σχέσεις που δημιουργούν άγχος ή κατάθλιψη ανάλογα με τον τρόπο θεώρησης της ζωής, τις προτεραιότητες και τα standard του καθένα για την ικανοποίηση των αναγκών του, ή την αποτελεσματικότητα των τεχνικών αντιμετώπισης ψυχοπιεστικών γεγονότων. Ακόμα και για κάποιον που δεν ενοχλείται, ώστε να επιβαρυνθεί ψυχολογικά, η ρύπανση δημιουργεί μακροπρόθεσμα προβλήματα στη λειτουργία του σώματος γενικότερα, αλλά και του εγκεφάλου ειδικότερα, του οργάνου που επηρεάζει και την σκέψη και τα συναισθήματα και εν τέλει τις επιλογές της συμπεριφοράς σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Όλες οι έρευνες συνηγορούν στο γεγονός ότι η ρύπανση του αέρα αυξάνει το άγχος και την κατάθλιψη λόγω των φλεγμονών που δημιουργούνται στον εγκέφαλο από την συγκέντρωση ρύπων.
Ενδεικτικά σε μία παλαιότερη επιστημονική έρευνα από το JAMA Psychiatry, εξετάστηκαν 390.000 άνθρωποι στη Βρετανία για διάστημα 11 ετών σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές όπου τα επίπεδα ατμοσφαιρικής μόλυνσης στα οποία εκτέθηκαν εκτιμήθηκαν με βάση τη διεύθυνση της κατοικίας τους. Οι ερευνητές εξέτασαν το ποσοστό των μικροσωματιδίων (PM2,5 και PM10), του διοξειδίου του αζώτου (NO2) και του μονοξειδίου του αζώτου (NO)– μόλυνση που προέρχεται κυρίως από την κυκλοφορία των οχημάτων, την βιομηχανική παραγωγή και τις γενικότερες καύσεις που κάνουν οι άνθρωποι σε ατομικό επίπεδο όπως δηλαδή καύσεις σε τζάκια ή για ψήσιμο. Οι ερευνητές βρήκαν σημαντικά στατιστικά ευρήματα για αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης και άγχους και κατάθλιψης αναλογικά με την μακροχρόνια έκθεση σε ατμοσφαιρικούς ρύπους.
Μία άλλη ακόμα πιο εκτεταμένη και πρόσφατη επιστημονική έρευνα από το JAMA Network Open αφορούσε στην εξέταση των συνεπειών της ρύπανσης του αέρα στην εμφάνιση κατάθλιψης και επικεντρώθηκε στις επιπτώσεις των μικροσωματιδίων (PM2,5), του διοξειδίου του αζώτου (NO2) και του όζοντος (O3) σε μεσήλικες και ηλικιωμένους. Η έρευνα βασίστηκε στη βάση δεδομένων της Medicare, της δημόσιας ασφάλειας υγείας στις ΗΠΑ και εξέτασε περίπου 8,9 εκατομμύρια ανθρώπους. Από τους αυτούς περίπου το 1,5 εκατομμύριο έπασχαν από κατάθλιψη με μια στατιστικά σημαντική σύνδεση μεταξύ της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που είχαν αυτά τα άτομα στην ζωή τους και της κατάθλιψης. Όπως αναφέρουν από το τμήμα νευροεπιστήμης και ψυχικής υγείας στο University College London, όλες οι σχετικές έρευνες δείχνουν μία φανερή και στατιστικά σημαντική σύνδεση μεταξύ της μεγάλης συγκέντρωσης ρύπων και της εμφάνισης φλεγμονών στον εγκέφαλο η οποία συνδέεται άμεσα με την κατάθλιψη.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο βιολογικού και ψυχολογικού στρες. Το ψυχολογικό στρες δημιουργείται καθώς η περιβαλλοντική αυτή όχληση θεωρείται ως μία εξωτερική απειλή, αφού δεν είναι στον έλεγχο του ατόμου η έκθεσή του σε αυτήν, σε βαθμό, διάρκεια και συχνότητα. Δηλαδή πέρα των βιολογικών δυσλειτουργιών που αναφέρθηκαν, καθώς ρύπανση του αέρα πάει κόντρα στην βασική ανάγκη του μέσου ανθρώπου να αναπνεύσει καθαρό αέρα βιώνεται σαν απειλή και ενστικτωδώς παράγεται αδρεναλίνη, ορμόνη της πάλης, και νοραδρεναλίνη ορμόνη της φυγής, αλλά και κορτιζόλη, η πιο τοξική για τον οργανισμό ορμόνη του στρες, υπεύθυνη για πολλά ψυχοσωματικά αλλά και για την επίταση υπαρχόντων οργανικών προβλημάτων. Η ψυχολογική ένταση προκαλεί αρχικά απλές ή παροδικές ψυχοσωματικές ενοχλήσεις, νευρικότητα και έλλειψη ευεξίας, αλλά σταδιακά μπορεί να επιτείνει και υποβόσκοντα ή ήδη υπάρχοντα προβλήματα γενικότερης υγείας, τα οποία τα καθιστά χρονίζοντα επηρεάζοντας έτσι την ποιότητα αλλά και την ποσότητα της ζωής. Δεδομένου ότι αυτό λειτουργεί και αντίστροφα, ότι δηλαδή πολλά οργανικά προβλήματα υγείας δημιουργούν αρνητικές επιδράσεις στον ψυχισμό των ανθρώπων, η αντιμετώπιση αυτής της ψυχολογικής επιβάρυνσης κρίνεται αναγκαία για την συνολική βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Επίσης, το βιολογικό στρες υφίσταται ακόμα και αν δεν το εκλαμβάνει κάποιος ως ψυχοπιεστικό, π.χ. οι καπνιστές που, ενώ αντικειμενικά επηρεάζεται δυσμενώς η υγεία τους και δεκαπλασιάζονται οι πιθανότητες ασθένειας και πρώιμου θανάτου τους, ψυχολογικά αισθάνονται προσωρινή ευχαρίστηση με τη χρήση της εθιστικής νικοτίνης, η οποία σταδιακά ενεργοποιεί τους ντοπαμινεργούς υποδοχείς στον εγκέφαλο και έτσι τους εξοικειώνει και με την δυσοσμία του καπνού. Έτσι, ενώ η ουσία είναι διεγερτική και δημιουργεί ταχυκαρδία που φθείρει μακροπρόθεσμα τον οργανισμό λόγω της υπέρτασης, του οξειδωτικού στρες από την υπερπαραγωγή ενέργειας στα μιτοχόνδρια των κυττάρων, καθώς και την σκλήρυνση των αγγείων, αγνοούν τα οποία συμπτώματα καθώς τα έχουν συνδέσει με μια ανάγκη συναισθηματικής εκτόνωσης. Με αυτό τον τρόπο παράγεται συνδυαστικά και αδρεναλίνη και ντοπαμίνη και πλέον οι άνθρωποι δεν παίρνουν επαρκή ευχαρίστηση εάν δεν κάνουν κάτι έντονο, λόγω του μηχανισμού ομοιόστασης στην έκκριση των ορμονών της ευχαρίστησης, που ενεργοποιούνται από το μεταιχμιακό στρώμα του εγκεφάλου, όπου εδράζεται και το σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου, το οποίο επηρεάζει την συμπεριφορά. Αυτό γενικά συμβαίνει με όλους τους εθισμούς που διεγείρουν το αυτόνομο νευρικό σύστημα με έκκριση ντοπαμίνης π.χ. τσιγάρο, αλκοόλ, ναρκωτικά, δηλαδή κάποιος που παίρνει μία ουσία για πολύ καιρό εξοικειώνεται και αναπτύσσει ανοχή και μετά παίρνει μεγαλύτερη ποσότητα που πλέον δεν του φτάνει, αλλά δεν αντιλαμβάνεται τις παρενέργειες παρά μόνο όταν περάσει κάποια όρια τελικής φθοράς του οργανισμού. Έτσι ένας καπνιστής δεν αντιλαμβάνεται το μέγεθος της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από οποιοδήποτε άλλο καπνό καθώς έχει συνηθίσει την οσμή του καπνού του τσιγάρου το οποίο το έχει συνδέσει με την ανάγκη για εκφόρτιση έντασης, αλλά παρόλο που δεν την αντιλαμβάνεται αυτή είναι επιζήμια αντικειμενικά για την υγεία του.
Οι υπόλοιποι που υφίστανται αυτές τις μορφές περιβαλλοντικής ρύπανσης, τις βιώνουν όχι μόνο ως οργανική, αλλά και ως ψυχολογική πίεση, καθώς αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις τους κάτι δυσάρεστο, δηλαδή την δυσωδία του όποιου καπνού. Και βέβαια το ψυχολογικό στρες υφίσταται όταν βιώνουν την ανασφάλεια ότι δεν προστατεύονται επαρκώς και άμεσα τα θεμελιώδη δικαιώματά τους για σωματική και ψυχική ηρεμία. Όπως έχει βρεθεί σε έρευνες, που οδήγησαν και σε βραβείο Νόμπελ το 2009, το χρόνιο ψυχολογικό στρες μειώνει το μήκος των τελομερών, δηλαδή μιας περιοχής του DNA στο τέλος του κάθε χρωματοσώματος που προστατεύει τη γενετική πληροφορία από τη φθορά. Το μειωμένο μήκος των τελομερών, στα υγιή κύτταρα, έχει συσχετιστεί με όλες τις σοβαρές αιτίες ασθενειών από τα καρδιαγγειακά, τον διαβήτη, την αρτηριοσκλήρυνση, έως και τον καρκίνο και γενικά δημιουργεί γήρανση σε κυτταρικό επίπεδο μειώνοντας το προσδόκιμο ζωής πάνω από 10 έτη.
Το στρες από τη ρύπανση με όλες τις ανωτέρω δραματικές συνέπειες θα ήταν αναστρέψιμο με την γνωστική ενημέρωση και την συναισθηματική ευαισθητοποίηση των ανθρώπων στην σημασία της τήρησης της υγιεινής του αέρα καθώς και της καταπολέμησης της ηχορύπανσης που επιδρά συνδυαστικά στα προβλήματα της καρδιαγγειακής και ψυχολογικής υγείας. Η προβολή της δημόσιας σωματικής και ψυχικής υγείας είναι ύψιστο δείγμα πολιτισμού και θεμελιώδες δικαίωμα σε αντίθεση με τις συνήθειες που οδηγούν σε υποβάθμιση της ποιότητας του περιβάλλοντος. Είναι σημαντικό να γίνει μείωση στις άσκοπες καθημερινές καύσεις σε ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους καθώς και στα ακούσματα υψηλής στάθμης ήχων που παράγουν αδρεναλίνη που σε κάποιους κάνει παροδική εκτόνωση έντονων συναισθημάτων, αλλά αυτά αναπαράγονται και δεν αιματώνεται καλά ο εγκεφαλικός φλοιός από την ανακυκλούμενη ένταση, δημιουργώντας συνθήκες για διασκορπισμό του μυαλού, μακροπρόθεσμα έλλειψη κινήτρων, και πολυεθισμούς με υπερκατανάλωση αλκοόλ, τσιγάρου, ναρκωτικών κι άλλων εθιστικών συνηθειών, καθώς κι αύξηση ατυχημάτων, επιθετικότητας και κρίση αξιών. Καθώς ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει ήδη από το 2011 καθιερώσει πιο υψηλά standards μείωσης των ατμοσφαιρικών ρύπων από τις καύσεις με σκοπό να μηδενιστούν ως το 2050, είναι σαφές ότι υπολειπόμαστε κατά πολύ και είναι θέμα και τήρησης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, αλλά και της ευθύνης του κάθε ατόμου για τη μείωση αυτών των ρύπων στις προσωπικές του επιλογές. Είναι σημαντικό μέσω της γνώσης να αποκτηθεί μία κοινωνική ευθύνη για το σύνολο της υγείας και του περιβάλλοντος και την αποφυγή πρακτικών που οδηγούν στην σωματική και ψυχική αρρώστια, ακόμα και στον θάνατο.
|