Σύγχρονες Μορφές Ψυχοθεραπείας
Οι διάφορες μορφές ψυχοθεραπείας έχουν διαφορετική προσέγγιση και προσανατολισμό ανάλογα με την ιστορική περίοδο που αναπτύχθηκαν και το πού επικεντρώνουν την προβληματική και την στόχευσή τους. Κάποιες μορφές ψυχοθεραπείας επικεντρώνονται στις περιγραφές των υποσυνείδητων δομών και διαδικασιών του ανθρώπινου ψυχισμού και επιχειρούν να εξηγήσουν γενικά μοντέλα προβληματικής συμπεριφοράς συνδέοντάς τα με τα μοτίβα συμπεριφοράς των μελών της οικογένειας. Άλλες μορφές θεραπείας στοχεύουν στην ανακούφιση με την συναισθηματική έκφραση και αποδοχή, άλλες στις αλληλεπιδράσεις του κοινωνικού συστήματος κάνοντας ασκήσεις με εναλλαγές ρόλων και άλλες στην ευχαρίστηση και σωματική εκτόνωση που δίνει η κίνηση και η καλλιτεχνική έκφραση που εμπεριέχει επίσης εναλλαγές ρόλων. Τέλος, άλλες σύγχρονες μορφές ψυχοθεραπείας εστιάζουν πιο στοχευμένα στο να μάθει ο θεραπευόμενος με την καθοδήγηση του θεραπευτή να κάνει μία συνειδητή προσπάθεια εύρεσης ορθολογικών και πραγματιστικών ερμηνειών των γεγονότων της ζωής του και να εξασκήσει τεχνικές αλλαγής της συμπεριφοράς του στο εδώ και τώρα. Η ακόλουθη παρουσίαση βασίζεται στην εξέλιξη αυτών των προσεγγίσεων και στην χρονολογική σειρά που ασκούνται οι διάφορες μορφές ψυχοθεραπείας από τα τέλη του 19ου αιώνα έως σήμερα καταλήγοντας στην σύγχρονη γνωσιακή ψυχοθεραπεία και στα παρακλάδια της.
Ο όρος ψυχανάλυση χρησιμοποιείται συχνά λανθασμένα ως συνώνυμο του γενικού όρου ψυχοθεραπεία, ενώ είναι απλά η παλαιότερη χρονολογικά μεθοδολογία ψυχοθεραπείας. Η Ψυχανάλυση βασίζεται στις περιπτώσεις ασθενών (case studies) που ανέλυσε ο ιδρυτής της Freud στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα σε μία κοινωνία με αυστηρές κοινωνικές δομές και διακριτές προδιαγραφές του ρόλου των δύο φύλων, με ιδιαίτερα εμφανείς και έντονες ταξικές ανισότητες και με θεσμούς και νόμους αρκετά διαφορετικούς από τους τωρινούς. Η κλασική φροϋδική θεωρία έχει περαιτέρω αναπτυχθεί και τροποποιηθεί από τους επιγόνους του Freud, όπως τον Adler και τον Jung, καθώς και τους μετέπειτα εκπροσώπους της ευρύτερης ψυχοδυναμικής θεωρίας της μεταπολεμικής εποχής, ωστόσο παραμένει η κεντρική ιδέα τους ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά καθορίζεται από ασυνείδητες δυνάμεις που πηγάζουν μόνο από πρωτόγονα ένστικτα και συναισθηματικές ανάγκες, παρά από τη λογική και τις συνειδητές αποφάσεις. Τονίζεται η πρωταρχική σημασία των παιδικών εμπειριών στο σχηματισμό της προσωπικότητας με έναν γραμμικό τρόπο που ορίζει με συνεπαγωγική ακολουθία ως αίτιο συγκεκριμένους γονεϊκούς ρόλους που έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή συγκεκριμένων επιπτώσεων στον χαρακτήρα των παιδιών, παρόλο που η σύγχρονη έρευνα καταδεικνύει την περιπλοκότητα των μηχανισμών και δυναμικών στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, όπου εμπλέκονται εξίσου ουσιαστικά οι γονιδιακές καταβολές, οι υπόλοιπες κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιρροές, το νοητικό δυναμικό του καθένα και τα ευρύτερα μορφωτικά ερεθίσματα που επιλέγει καθώς και τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά που καθορίζουν την ιστορία που φτιάχνει ο καθένας για την ζωή του και την σημασία που δίνει στον ρόλο των γονέων και σε άλλες συγκεκριμένες εμπειρίες των παιδικών χρόνων. Σε διαδικαστικό επίπεδο, ο ασθενής, όπως αποκαλείται από την παραδοσιακή ψυχανάλυση, ξαπλώνει σε ένα ντιβάνι ή ανάκλινδρο και ενθαρρύνεται να μιλήσει με ελεύθερους συνειρμούς για ό,τι τον απασχολεί δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα όνειρα, καθώς θεωρείται ότι αυτά σχετίζονται με το ασυνείδητο και έχουν χρησιμότητα για ανάλυση. Η ελεύθερη έκφραση των βιωμάτων και των σκέψεων του ασθενούς έχει σκοπό την συνειδητοποίηση των τραυματικών του εμπειριών. Αυτή η έκφραση γίνεται χωρίς οπτική επαφή με τον ψυχαναλυτή, ώστε, τουλάχιστον θεωρητικά, να εξασφαλιστεί η ουδετερότητά του, αλλά και γιατί βασίζεται σε ένα παλαιότερο κοινωνικό πρότυπο αλληλεπίδρασης του ειδικού με τον ασθενή, όπου ο ειδικός παρατηρεί και στο τέλος μιλάει καθέδρας για το τελικό συμπέρασμα της ανάλυσής του. Μία φάση πού τονίζεται στην ψυχανάλυση είναι η μεταβίβαση κατά την οποία ο ασθενής αντιδρά ως προς τον ψυχαναλυτή του σαν να ήταν ένα σημαντικό πρόσωπο από το παρελθόν και η εξωτερίκευση αυτή προκαλεί σημαντική ανακούφιση καθώς ο ασθενής λαμβάνει από τον θεραπευτή κατανόηση και υποστήριξη που φαίνεται ότι δεν είχε λάβει, τουλάχιστον επαρκώς, από άλλα σημαντικά πρόσωπα στην παιδική του ηλικία. Συνήθως η ψυχανάλυση περιλαμβάνει πολλές συνεδρίες μέσα στη βδομάδα και πολλά χρόνια θεραπείας, γιαυτό χρησιμοποιείται για τη θεραπεία χρόνιων διαταραχών προσωπικότητας, αλλά δεν προτείνεται για ψυχολογικά θέματα που χρήζουν άμεση θεραπευτική παρέμβαση.
Πέρα των ψυχοδυναμικών που διεύρυναν τις αρχικές παραδοσιακές ψυχαναλυτικές θεωρίες του Freud, πρώτος ο F. Perls διατύπωσε μια πιο ριζική αντίδραση στην ψυχανάλυση μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με την μεθοδολογία Gestalt, ακολουθούμενος από την L. Perls, και τον P. Goodman. Η λέξη Gestalt σημαίνει στα γερμανικά «ολική μορφή» και η ψυχοθεραπευτική αυτή προσέγγιση δίνει έμφαση στην προσωπική ευθύνη του κάθε ατόμου. Επίσης εστιάζει στην εμπειρία του ατόμου στην παρούσα στιγμή, στη σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου, στα περιβαλλοντικά και κοινωνικά πλαίσια της ζωής και στις αυτορυθμιζόμενες προσαρμογές ως αποτέλεσμα της συνολικής κατάστασης. Δίνει επικέντρωση στο σύνολο της εμπειρίας που έχει το άτομο, όχι μόνο στις παιδικές του καταβολές και στους ρόλους των γονέων. Η Gestalt θεραπεία επικεντρώνεται στο τί συμβαίνει εκείνη τη στιγμή, δηλαδή στην αίσθηση της εμπειρίας, παρά σε αυτό που συζητιέται, δηλαδή στο περιεχόμενο. Τελικός στόχος είναι το άτομο να συνειδητοποιεί τί κάνει και πώς το κάνει, ενώ μαθαίνει να αποδέχεται και να εκτιμά τον εαυτό του και να έχει αυτοεπίγνωση. Επίσης μαθαίνει σταδιακά την διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και σε αυτό που φαίνεται ότι είναι και κατανοώντας πλήρως αυτή τη διαφορά, στόχος είναι να αναγνωρίζει πιο εύκολα τις συμπεριφορές που χρειάζεται να αλλάξει.
Σε ένα παρόμοιο μοτίβο κινείται και η Υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, η οποία εμπλουτίζεται από το έργο φιλοσόφων του υπαρξισμού που επικεντρώνονται στην κοινωνική διάσταση του ατόμου, ξεκινώντας από τον Kierkegaard και τον Heidegger, τον Sartre, τον κοινωνικό ψυχοδυναμικό Fromm, την Deurzen και τον πιο πρόσφατο Yalom, που εκτός από θεωρητικός ήταν ψυχοθεραπευτής. Οι θεραπευτικές τεχνικές της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας συνδυάζουν ψυχαναλυτικές και γενικά ψυχοδυναμικές, μεθόδους φαινομενολογίας και Gestalt. Προσπαθούν να οδηγηθούν στο παραμέρισμα των προκαταλήψεων και δογματικών αντιλήψεων προκειμένου να ανακαλυφθεί η πραγματική υποκειμενική εμπειρία του θεραπευόμενου, η κατάσταση του «είναι» του. Βλέπει το κάθε άτομο ως μια μοναδική και αναντικατάστατη οντότητα, άρρηκτα όμως συνδεδεμένη με τους άλλους και στοχεύει να εξερευνήσει το νόημα και την αξία της ζωής, και να μάθει τον άνθρωπο να ζει αυθεντικά, δηλαδή σε συμφωνία με τα προσωπικά του ιδανικά, προτεραιότητες κι αξίες. Στην υπαρξιακή ψυχοθεραπεία ο θεραπευτής αποφεύγει να κάνει διάγνωση στον θεραπευόμενο, αλλά μαζί προσπαθούν να κατανοήσουν τις δυσκολίες που ο ίδιος βιώνει. Θεραπευτής και θεραπευόμενος εξερευνούν και κατανοούν μαζί τις αξίες του θεραπευόμενου, τον τρόπο σκέψης του, τα πρέπει και τις επιθυμίες του. Η σχέση με τον θεραπευόμενο είναι βασισμένη στον σεβασμό, στην αυτονομία, στην αμεσότητα την ειλικρίνεια και την αυθεντικότητα.
Η Προσωποκεντρική ή Πελατοκεντρική θεραπεία αναπτύχθηκε επίσης μεταπολεμικά από τον C. Rogers, ο οποίος πρότεινε ότι η ψυχοθεραπεία μπορεί να είναι πιο απλή, αισιόδοξη και θερμή μορφή θεραπευτικής παρέμβασης. Σύμφωνα με τον Rogers ένα άτομο συμπεριφέρεται με βάση το πώς αντιλαμβάνεται μια κατάσταση. Επειδή κανένας δεν ξέρει τόσο καλά όσο ο ίδιος την κατάσταση του, ο καθένας είναι ο καλύτερος ειδικός για τον εαυτό του. Η προσωποκεντρική προσέγγιση δίνει ιδιαίτερη βάση στο πώς είναι δομημένος ο εαυτός, και διατείνεται ότι η ψυχολογική δυσλειτουργία οφείλεται στη σύγκρουση του εαυτού που θέλουμε να έχουμε, δηλαδή του ιδεατού εαυτού, με τα καθημερινά βιώματα. Επικεντρώνεται στο να αναπτύξει το άτομο ελεύθερα τον συλλογισμό του και η έμφαση δίνεται στην σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου, που πρέπει να χαρακτηρίζεται από αυθεντικότητα, αμοιβαία εμπιστοσύνη και άνευ όρων αποδοχή του πελάτη απ’ τον θεραπευτή του. Ο πελάτης είναι ελεύθερος να φέρει όποιο θέμα τον απασχολεί και μόνο στο βαθμό που μπορεί και θέλει να το συζητήσει. Απέναντί του βρίσκει έναν θεραπευτή που είναι εκεί, ολόκληρος και αληθινός, για να τον ακούσει και να προσπαθήσει να τον καταλάβει βαθιά και να τον αποδεχτεί ειλικρινά έτσι όπως είναι, χωρίς να τον κατευθύνει προς μια απόφαση.
Η Διαπροσωπική θεραπεία διαμορφώθηκε λίγο αργότερα κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1960 από τους Weissman και Klerman και χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την αντιμετώπιση των καταθλιπτικών διαταραχών. Βασικός στόχος της είναι η λύση των διαπροσωπικών προβλήματων του θεραπευόμενου, και πρεσβεύει ότι εάν αντιμετωπιστεί η διαπροσωπική δυσκολία, θα υποχωρήσει και η κατάθλιψη. Χρησιμοποιεί υποστηρικτικές στρατηγικές και μεθόδους διερευνητικές αλλά και κατευθυντικές. Ο θεραπευτής βοηθά το θεραπευόμενο να αναγνωρίζει και να εκφράζει τα συναισθήματά του. Ο θεραπευόμενος εκπαιδεύεται σε νέες κοινωνικές δεξιότητες, καθώς και στην αντιμετώπιση δυσεπίλυτων θεμάτων από προηγούμενες σχέσεις του. Η Διαπροσωπική Ψυχοθεραπεία είναι μια ορισμένου χρόνου θεραπεία λίγων μηνών και έχει δύο φάσεις: η αρχική φάση αφορά στην ανακούφιση των συμπτωμάτων και η δεύτερη κύρια φάση απευθύνεται στην τροποποίηση και βελτίωση των διαπροσωπικών σχέσεων και της κοινωνικής προσαρμογής του θεραπευόμενου.
Η Συστημική ψυχοθεραπεία είναι η ψυχολογική προσέγγιση κατά την οποία το άτομο αναλύεται στο πλαίσιο στο οποίο ανήκει, δηλαδή στο συγκεκριμένο οικογενειακό, εργασιακό, κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Η συστημική θεραπεία έχει τις ρίζες της στην οικογενειακή θεραπεία π.χ. την Παλατσόλι, αλλά κυρίως σους ερευνητές που εργάστηκαν από τη δεκαετία του 60 και μετά στο Ινστιτούτου Ψυχικής έρευνας του Palo Alto στην Αμερική, όπως οι Μινούτσιν, Μπόουεν, Ναγκί, Χάλει και Σατίρ. Η συστημική θεραπεία εστιάζει σε δυσλειτουργικές συμπεριφορές που αφορούν τον κώδικα επικοινωνίας όλου του συστήματος μιας ομάδας, είτε μέσα στην οικογένεια, είτε μέσα στην εργασία, είτε στο σχολείο, είτε σε οποιοδήποτε κοινωνικό, θρησκευτικό, πολιτιστικό, ή αθλητικό σύνολο ανθρώπων. Η μη παραγωγική συμπεριφορά ενός ατόμου στο σύστημα επηρεάζει αναπόφευκτα κάθε μέλος ξεχωριστά και η συντήρηση μιας προβληματικής κατάστασης στο σύστημα όχι μόνο διαιωνίζει το πρόβλημα, αλλά επιδρά σημαντικά στην ψυχοσύνθεση κάθε ατόμου ξεχωριστά. Η συστημική προσέγγιση απευθύνεται στα άτομα που αναζητούν συμβουλευτική και καθοδήγηση για το σύνολο των αλληλεπιδράσεων μιας ομάδας και η διάρκεια της συνεδρίας καθορίζεται ύστερα από συνεννόηση με μίνιμουμ διάρκειας την μιάμιση ώρα, καθώς συμμετέχουν παραπάνω από ένα μέλη.
Η Θεραπεία Σχημάτων που αναπτύχθηκε μετά την δεκαετία του 1990 από τον Young ενσωματώνει στοιχεία από την Ψυχανάλυση, την Gestalt, αλλά και την πιο σύγχρονη Γνωσιακή ψυχοθεραπεία, η οποία τελευταία αντιμετωπίζει με πολύ δομημένο τρόπο τα νοητικά λάθη και θα αναπτυχθεί πιο εκτεταμένα στο τέλος. Σκοπός της ενοποιημένης θεώρησης των σχημάτων είναι η αντιμετώπιση διαταραχών προσωπικότητας, χρόνιας κατάθλιψης κι άλλων επίμονων προβλημάτων, ιδιαίτερα σε ανθρώπους που έχουν υποστεί έντονες και δυσάρεστες εμπειρίες. Έτσι, οι πεποιθήσεις που έχουν σχηματιστεί με βάση τις εμπειρίες της μικρής κυρίως ηλικίας επηρεάζουν στην μετάφραση των καταστάσεων στην ενήλικη ζωή και στις μετέπειτα αντιδράσεις σε αυτές. Ενδεικτικά, εάν ένα άτομο από μικρή ηλικία ένιωθε κριτική από το οικείο του περιβάλλον, στην πορεία της ζωής του σχηματίζει ακραίες πεποιθήσεις π.χ. πιστεύει ότι είναι ανάξιο να αγαπηθεί και οποιοδήποτε δείγμα αρνητικής συναναστροφής που έχει το παίρνει προσωπικά και το μεταφράζει με ανάλογα ακραίο τρόπο, όπως το βίωνε στην παιδική ηλικία, π.χ. ως απόρριψη χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι εκπηγάζει από τις διαφορετικές ανάγκες και αξίες των άλλων ανθρώπων. Τέτοιες έντονα συναισθηματικές καταστάσεις της παιδικής ηλικίας που αναδύονται είναι η εγκατάλειψη, η συναισθηματική στέρηση, η κοινωνική απομόνωση, η ευαλωτότητα, η ελαττωματικότητα, η αποτυχία, η εξάρτηση, η υποτακτικότητα, η αυτοθυσία, η συναισθηματική αναστολή, η αναζήτηση επιβεβαίωσης, αλλά και τα ανελαστικά πρότυπα, όχι μόνο προς τον εαυτό, αλλά και προς τους άλλους, η υπερμπλοκή με τους άλλους, η τιμωρητικότητα, η αρνητικότητα, η καχυποψία καθώς και το αυτονόητο δικαίωμα και ο ανεπαρκής αυτοέλεγχος. Η ενεργοποίηση αυτών των σχημάτων από διάφορα ερεθίσματα και γεγονότα της ζωής οδηγεί στην ανάπτυξη τριών τρόπων αντιμετώπισης με ένα μοτίβο διαφορετικών συμπεριφορών ή στρατηγικών. Αυτοί οι τρόποι αντίδρασης στα Σχήματα είναι η συμμόρφωση, που επιβεβαιώνει το σχήμα, η αποφυγή της κατάστασης που υπαγορεύει το σχήμα, και η υπεραναπλήρωση, δηλαδή το να κάνει κάποιος κάτι ακριβώς αντίθετο από αυτό που του υπαγορεύει το σχήμα για να αποδείξει ότι δεν ισχύει. Στόχος της θεραπείας σχημάτων είναι να βοηθήσει το άτομο να αντιληφθεί τα δυσλειτουργικά σχήματα και να χτίσει υγιή σχήματα και τρόπους ανταπόκρισης στις καταστάσεις. Ανάλογα σχήματα δυσλειτουργικά καθώς και λειτουργικά αναφέρονται και στη Συναλλακτική ανάλυση, μία τεχνική που θα αναλυθεί σε άλλο σημείο.
Η Δραματοθεραπεία είναι μέθοδος που διαφέρει από την ακραιφνή ψυχοθεραπεία με την νοητική προσέγγιση που έχει στην ανάλυση των λέξεων και των ερμηνειών. Διαφοροποιείται γιατί χρησιμοποιεί την τέχνη για την έκφραση συναισθήματων που δυσκολεύονται να λεκτικοποιηθούν από κάποιους ανθρώπους κυρίως από αυτούς που βρίσκουν είτε δύσκολο είτε βαρετό να ασχοληθούν με την ανάλυση αφηρημένων εννοιών και προτιμούν να εκφράζονται μέσω του σώματος, του συναισθήματος, ακόμα και της φαντασίας, γιαυτό χρησιμοποιούν καλλιτεχνικά δρώμενα, όπως ζωγραφική, μύθους, κείμενα με ρόλους, κουκλοθέατρο, μάσκες, αυτοσχεδιασμούς, κείμενα με ρόλους καθώς και κίνηση, μουσική, χορό. Μέσω του ρεπερτορίου των ρόλων που υιοθετούν γίνεται προσπάθεια να διερευνηθούν έμμεσα τυχόν επώδυνες εμπειρίες της ζωής τους. Στους ρόλους αυτούς αποδίδεται μία θεμελιώδη σημασία που προσδίδει συνοχή στην προσωπικότητα, η οποία εκλαμβάνεται ως άθροισμα ρόλων. Η δραματοθεραπεία θεωρεί ότι μέσα από τον μανδύα κάποιου ρόλου μπορεί να επανορθώσει την δυσλειτουργία που μπορεί να έχει κάποιος ή την τυχόν διαταραχή του. Η διάρκεια της δραματοθεραπευτικής ομάδας εξαρτάται από τις προθέσεις των μελών της, κάτι που δημιουργεί διάφορα μοντέλα όπως το δημιουργικό μοντέλο που εστιάζεται στην έκφραση, το επικεντρωμένο μοντέλο που εστιάζεται σε ένα συγκεκριμένο θέμα, ή το μοντέλο που εστιάζεται σε μια γενικότερη προσωπική ανάπτυξη.
Στον αντίποδα των συμβολικών, συναισθηματικών και κιναισθητικών θεραπευτικών παρεμβάσεων, η πιο επιστημονικά μελετημένη ψυχοθεραπεία της σύγχρονης εποχής είναι η Γνωσιακή ψυχοθεραπεία, που επικεντρώνεται κυρίως στην συνειδητή προσπάθεια του ατόμου να χρησιμοποιήσει τον εγκεφαλικό φλοιό του και να δει σφαιρικά όλες τις πτυχές της πραγματικότητας. Στον εγκεφαλικό φλοιό, που μας διαφοροποιεί και από τα ζώα, εδράζεται η λογική και με την βοήθεια ενός έμπειρου γνωσιακού ψυχοθεραπευτή γίνεται συστηματική προσπάθεια να μάθει ο καθένας να πάει κόντρα σε δυσλειτουργικές ενστικτώδεις ή συναισθηματικές τάσεις επιχειρώντας την σφαιρική ανάλυση των πραγμάτων με βάση την βιολογία και εν γένει την επιστήμη, την ανθρώπινη ιστορία και τη φιλοσοφία. Καθώς οι σκέψεις είναι που παράγουν τα συναισθήματα και αυτές με τη σειρά τους τις ψυχοσωματικές αντιδράσεις και τις συμπεριφορές διατυπώνεται η αρχή ότι δεν είναι τόσο τα γεγονότα που συμβαίνουν, αλλά ο τρόπος που ερμηνεύουμε τα γεγονότα είναι που καθορίζει τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις μας και αυτός είναι που διαφοροποιεί τους ανθρώπους, οι οποίοι μπορεί να έχουν ζήσει εξίσου δύσκολες καταστάσεις στην παιδική ηλικία ή στην μετέπειτα ζωή τους, αλλά έμαθαν να αντιδρούν διαφορετικά. Η ανάλυση των αιτιών έχει μεγαλύτερο νόημα όταν αξιοποιείται άμεσα στο «εδώ και τώρα» και γίνεται μετά σύνδεση με συναφείς εμπειρίες του παρελθόντος που δημιούργησαν ένα πλαίσιο δυσλειτουργικών πεποιθήσεων και κανόνων, με στόχευση πάντα στο να δίνονται εναλλακτικές που βασίζονται στον ορθολογισμό και στην πραγματιστική θεώρηση. Άρα στοχεύει στην αναδόμηση δυσλειτουργικών ερμηνειών και συμπεριφορών που ενισχύθηκαν από αρνητικές εμπειρίες του παρελθόντος με την δημιουργία πιο λειτουργικών και αντικειμενικών τρόπων ερμηνείας και αντιμετώπισης των δυσκολιών της ζωής καθώς και των πιο γενικών υπαρξιακών προβλημάτων, που αφορούν αφηρημένες έννοιες νοητικών διασυνδέσεων και αξιών, ώστε να βασίζονται σε επιστημονικά δεδομένα, πραγματιστικές και λογικές συνιστώσες και φιλοσοφικό στοχασμό. Γίνεται, επί παραδείγματι, και μια αξιολογική ιεράρχηση των «πρέπει», των «θέλω» καθώς και των «μπορώ» του καθένα, ώστε να είναι πιο εύκολη η λήψη σημαντικών αποφάσεων, ή ακόμα και επιλογών της καθημερινότητας χωρίς να υπάρχουν εσωτερικές συγκρούσεις, αλλά βρίσκοντας μία χρυσή τομή.
Ιστορικά, η Γνωσιακή-Συμπεριφορική θεραπεία αποτελεί τον συνδυασμό δύο θεωρητικών κατευθύνσεων, κλασικής Συμπεριφορικής θεωρίας που ξεκίνησε μεταπολεμικά την δεκαετία του 1950 με πολλά επιστημονικά πειράματα και της Γνωσιακής, η οποία θεμελιώθηκε αργότερα από τον Beck στις αρχές της δεκαετίας του 1970, την εποχή της αμφισβήτησης του όποιου κοινωνικού «θέσφατου» στην Ευρώπη και την Αμερική. Οι γνωσιακές τεχνικές αποσκοπούν περισσότερο στην αμφισβήτηση των δυσλειτουργικών σκέψεων και πεποιθήσεων, ενώ οι συμπεριφoρικές τεχνικές στη διαχείριση των συμπεριφορών αποφυγής ορισμένων καταστάσεων που είχαν εδραιώσει τα φοβικά συναισθήματα με την σταδιακή επαναδραστηριοποίηση του πάσχοντα στις δραστηριότητες που απέφευγε. Η Γνωσιακή - Συμπεριφορική ψυχοθεραπεία είναι σύντομης διάρκειας λίγων μηνών καθώς εστιάζει την προσοχή της στα τωρινά προβλήματα και στην δομημένη και άμεση σύνδεση των παρελθόντων γεγονότων με το παρόν. Βασίζεται στην στενή και άμεση συνεργασία του θεραπευτή και του θεραπευομένου κάτι που ονομάζεται συνεργατικός εμπειρισμός και εμπεριέχει την δυνατότητα νοητικών ή πρακτικών εργασιών που κάνει ο θεραπευόμενος στο σπίτι του ενδιάμεσα των συνεδριών. Aλλάζοντας με διάφορες τεχνικές τις δυσλειτουργικές σκέψεις και συμπεριφορές, όπου υπάρχει κάποιος συνειδητός έλεγχος, επέρχεται έμμεσα αλλαγή και στα συναισθήματα.
Όπως ειπώθηκε, η Γνωσιακή Συμπεριφορική θεραπεία έχει εξελιχθεί βασισμένη σε νέα επιστημονικά δεδομένα. Ένα παρακλάδι της είναι η Διαλεκτική Συμπεριφορική Θεραπεία που διατυπώθηκε από την Linehan την δεκαετία του 1990 κυρίως για την αντιμετώπιση ασθενών που πάσχουν από οριακή διαταραχή προσωπικότητας και επιδιώκει να βοηθήσει το άτομο να ελέγξει τις ενορμήσεις και τα ξεσπάσματα, να βελτιώσει την ευαισθησία στην κριτική και την απόρριψη, να εντοπίσει τις δυνάμεις του και να τις ενισχύσει, έτσι ώστε να μπορέσει να αισθανθεί καλύτερα για τον εαυτό του και την ζωή του. Η ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση, ατομική ή ομαδική, επικεντρώνεται στην διαχείριση των αυτο-τραυματιστικών συμπεριφορών ή στο μετατραυματικό στρες με την ρύθμιση του συναισθήματος και την απόκτηση διαπροσωπικών δεξιοτήτων. Βασίζεται ουσιαστικά στις αρχές της Γνωσιακής ψυχοθεραπείας, δηλαδή βοηθά το άτομο στον εντοπισμό αυτόματων αρνητικών σκέψεων, υποθέσεων και βασικών πεποιθήσεων που δυσκολεύουν την καθημερινότητα του και δανείζεται στοιχεία και από άλλες θεραπείες, όπως την θεραπεία των Σχημάτων, που προαναφέρθηκε, καθώς και διάφορα δυτικά και ανατολικά φιλοσοφικά ρεύματα. Φυσικά, ο οποιοσδήποτε γνωσιακός ψυχοθεραπευτής που έχει κάνει ακαδημαϊκά μαθήματα φιλοσοφίας ή έχει εντρυφήσει εκτενώς στην μελέτη της μπορεί να τα εντάξει στην θεραπευτική του φαρέτρα, όταν αναλύει τη σημασία των εννοιών και των προσωπικών αξιών, που επηρεάζουν τις ανθρώπινες επιλογές. Τέλος, ένα παρακλάδι της Γνωσιακής θεραπείας είναι και η Γνωσιακή Αναλυτική θεραπεία που αναπτύχθηκε στην Μεγάλη Βρετανία με σημαντικό εκπρόσωπο τον Ryle και πήρε στοιχεία κυρίως από τη Γνωσιακή ψυχοθεραπεία και κάποια από την Ψυχαναλυτική. Το ψυχοθεραπευτικό αυτό μοντέλο στοχεύει σε παρέμβαση σύντομης διάρκειας λίγων μηνών, όπως συμβαίνει στη Γνωσιακή ψυχοθεραπεία, σε αντιπαράθεση με την Ψυχανάλυση που διαρκεί αρκετά χρόνια και επικεντρώνεται στην επιβοήθηση του ατόμου να αναγνωρίζει τα μοτίβα των συμπεριφορών του, να καταλάβει την προέλευσή τους και να εκπαιδευτεί σε στρατηγικές αντιμετώπισης έτσι ώστε να είναι περισσότερο λειτουργικό.
Δρ. Παπαδάκη Σιλένα-Ελένη
ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ & ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΡΙΑ
Άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ψυχολόγου: ΑΡ. ΠΡΩΤ.5858/2003 ΝΟΜΑΡΧΙΑ ΑΘΗΝΩΝ, ΤΟΜΕΑΣ ΝΟΤΙΑΣ ΑΘΗΝΑΣ